τέμενος

τέμενος
Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου.
* * *
το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ. τέμενες Α
1. ναός οποιασδήποτε θρησκείας
2. (στην αρχαιότητα) χωριστό μέρος γης, ιδίως ιερό άλσος, αφιερωμένο σε θεό ή σε ήρωα, στο οποίο υπήρχε, συνήθως, ναός και βωμός (α. «ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῡ Πρωτέος ἱρόν», Ηρόδ.
β. «Δήμητρος τέμενος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «τέμενος τῶν Μουσῶν» — κάθε ίδρυμα όπου καλλιεργούνται τα γράμματα και οι καλές τέχνες
νεοελλ.
(ειδικά) ευκτήριος μουσουλμανικός οίκος, τζαμί
αρχ.
1. αποχωρισμένο από τη δημόσια χρήση μέρος γης που δινόταν σε κάποιον ως κτήμα του, ως ιδιοκτησία του («ἐν δ' έτίθει τέμενος βαθηλήϊον», Ομ. Ιλ.)
2. μεγάλο συνήθως τεμάχιο γης που δινόταν ως ιδιοκτησία σε βασιλιά ή ηγεμόνα (α. «δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρίσσοντες», Ομ. Ιλ.
β. «ἀλλὰ ἕκηλος Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) ιερός τόπος («ἀκηράτοις ἀνίαις ποταρκέων δώδεκ' ἄν δρόμων τέμενος», Πίνδ.)
4. φρ. α) «τέμενος Ἄρεος» — οι Συρακούσες (Πίνδ.)
β) «τέμενος Νείλου» — η ιερή κοιλάδα τού Νείλου (Πίνδ.)
γ) «τέμενος Κηφισίδος» — η λίμνη τού Κηφισού που ήταν αφιερωμένη στη νύμφη Κηφισίδα (Πίνδ.)
δ) «ἱερὸν τέμενος [Παλλάδος]» — η Ακρόπολη τών Αθηνών (Αριστοφ.)
ε) «τέμενος Ποσειδῶνος» — η θάλασσα (Αριστοφ.)
στ) «τέμενος αἰθέρος» — ο αέρας (Αισχύλ., Φιλήτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τεμᾶ- τού τέμνω* με επίθημα -νος (πρβλ. κτῆ-νος). Σοβαρά προβλήματα ωστόσο παρουσιάζει το -ε- τής δεύτερης συλλαβής (βλ. λ. τέμνω). Η άποψη ότι η λ. τέμενος είναι δάνεια από το σουμερ. temen «θεμέλιο» (πρβλ. ακκαδ. temennu) θεωρείται παντελώς αστήρικτη και πρέπει να αποκλειστεί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τέμενος — a piece of land cut off and assigned as an official domain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμενος — a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμενος — το 1. χώρος ιερός αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα: Τέμενος της Αφροδίτης. 2. πνευματικό ίδρυμα όπου καλλιεργούνται τα Γράμματα και οι Καλές Τέχνες: Το πανεπιστήμιο είναι τέμενος της επιστήμης. 3. ναός μη χριστιανικός, ιδίως μουσουλμανικό τζαμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεμένει — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc dual (attic epic) τεμένεϊ , τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut dat sg (epic ionic) τέμενος a piece of land cut off and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένη — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενέων — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενῶν — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεα — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεος — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεσι — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”